- ψαχνό
- το мякоть (мяса);
§ έλα στο ψαχνό — переходи к существу дела;
βαρώ στο ψαχνό — бить беспощадно;
πετυχαίνω στο ψαχνό — не в бровь, а в глаз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ έλα στο ψαχνό — переходи к существу дела;
βαρώ στο ψαχνό — бить беспощадно;
πετυχαίνω στο ψαχνό — не в бровь, а в глаз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαχνό — το 1. κρέας χωρίς κόκαλα και λίπος. 2. το κύριο θέμα, το ουσιώδες σημείο: Έλα στο ψαχνό. 3. φρ., «Βάρα στο ψαχνό», να πυροβολήσεις όχι για εκφοβισμό, αλλά για σκότωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαχνός — ή, ό, Ν 1. (για κρέας σφαγίου) αυτός που αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς κόκαλα ή λίπος 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το ψαχνό α) άπαχο κρέας σφαγίου χωρίς κόκαλα β) μτφ. το ουσιώδες μέρος μιας υπόθεσης («έλα στο ψαχνό») 3. φρ. α) «ο νους του στο… … Dictionary of Greek
ξεψαχνίζω — 1. διαλέγω το ψαχνό, αφαιρώ από το κόκαλο το ψαχνό και τό τρώω 2. μτφ. α) εξετάζω κάτι λεπτομερώς, λεπτολογώ β) προσπαθώ να αποσπάσω μυστικά από κάποιον με επιτήδειο τρόπο, βολιδοσκοπώ γ) εξαντλώ κάποιον οικονομικά αποσπώντας του χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
σαχνός — και σακνός, ή, όν, ΜΑ 1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.) 2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. τού … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Σέρρας, Βαρθολομαίος — Έλληνας διοικητής της αστυνομίας Καΐρου τον 18o αι. Ο Σ. ήταν κάτοικος Καΐρου στην εποχή της πολιορκίας της πόλης από τους Γάλλους του Βοναπάρτη. Όταν οι Μαμελούκοι εγκαταλείψανε την πόλη, οι Αιγύπτιοι κάτοικοι της, έκαψαν τα ανάκτορα τους και… … Dictionary of Greek
ξεψαχνίζω — ξεψάχνισα 1. βγάζω το ψαχνό από το κόκαλο. 2. λεπτολογώ: Πολύ τα ξεψαχνίζεις τα πράγματα. 3. μτφ., εκμεταλλεύομαι κάποιον, του αφαιρώ χρήματα: Έχουν ένα θείο που τον ξεψαχνίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετσί — το (από λ. ιταλ.) 1. δέρμα ανθρώπου ή ζώου, τομάρι: Σηκώθηκε το πετσί μου από το κρύο. 2. κατεργασμένο δέρμα ζώου: Παπούτσια από καλό πετσί. 3. σάρκα, ψαχνό: Έτσι είπαν κι όλοι στο πετσί σημάδεψαν και ρίχνουν τα χάλκινα κοντάρια τους (Οδύσεια,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψητός — ή, ό 1. ψημένος στο φούρνο ή στα κάρβουνα. 2. το ουδ. ως ουσ., ψητό σημαίνει α. κρέας ψημένο στο φούρνο: Θέλω μοσχάρι ψητό. β. το κύριο θέμα, το ψαχνό, το κυριότερο σημείο: Έλα τώρα στο ψητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)